αντιπληθωρικός

αντιπληθωρικός
η , ό[ν] антиинфляционный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αντιπληθωρικός" в других словарях:

  • αντιπληθωρικός — ή, ό (για μέτρα, πολιτική κ.λπ.) αυτός που αποβλέπει στο να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, την πληθωρική κυκλοφορία του χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • αντιπληθωριστικός — βλ. αντιπληθωρικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»